εξωδερμικός

εξωδερμικός
η , ό[ν] накожный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξωδερμικός" в других словарях:

  • εξωδερμικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξωτερικό μέρος τού δέρματος 2. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στο εξώδερμα …   Dictionary of Greek

  • ξώσαρκος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια τού δέρματος, εξωδερμικός 2. αυτός που προεξέχει («στα τροφαντά ξώσαρκα στήθια της παραπατάει ο μεσημεριάτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + σαρκος (< σάρκα), πρβλ. εύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • ανθόζωα — (anthozoa). Τάξη ασπόνδυλων που περιλαμβάνει τις θαλάσσιες ανεμώνες και τα κοράλλια. Τα α. είναι θαλάσσια ζώα που ζουν σε αποικίες ή, σπανιότερα, είναι μοναχικοί οργανισμοί. Στις αποικίες αυτές υπάρχουν πολλά άτομα, πάντα με τη μορφή των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»